- ἔπηλυς
- ἔπηλυςSee also: s. ἐλεύσομαι.Page in Frisk: 1,534
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek
ἔπηλυς — one who comes to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύδων — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδα — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδας — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδες — ἔπηλυς one who comes to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδος — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυσι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυσιν — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπηλυ — ἔπηλυς one who comes to masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)